καλλίτεκνος — with beautiful children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] … Dictionary of Greek
καλλίτεκνον — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem acc sg καλλίτεκνος with beautiful children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτεκνότατος — καλλίτεκνος with beautiful children masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτέκνοισι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτέκνου — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτεκνοι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτεκνοτέρα — καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc/acc comp dual καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλίτεξ — καλλίτεξ, ἡ (Α) η καλλίτεκνος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεξ (< τίκτω), πρβλ. αγχί τεξ, επί τεξ] … Dictionary of Greek
καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ … Dictionary of Greek