καλλίτεκνος

καλλίτεκνος
καλλῐτεκν-ος, ον,
A with beautiful children, IG12(7).397 Eleg.2, IG12(7).477 ([place name] Amorgos),Inscr.Prien.225 (Aug.): [comp] Comp., Luc. DDeor.16.1: [comp] Sup., Plu.Aem.5:—also [full] καλλίτεξ, , Hdn.Epim.186.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλίτεκνος — with beautiful children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεκνον — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem acc sg καλλίτεκνος with beautiful children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεκνότατος — καλλίτεκνος with beautiful children masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτέκνοισι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτέκνου — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεκνοι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεκνοτέρα — καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc/acc comp dual καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεξ — καλλίτεξ, ἡ (Α) η καλλίτεκνος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεξ (< τίκτω), πρβλ. αγχί τεξ, επί τεξ] …   Dictionary of Greek

  • καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”